- φοινικῶνα
- φοινικώνpalm-grovemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHOENICONIS Come — Graece Φοινικὼν κώμη, h. e. phoenicon vicus, seu palmetum, non, ut alii male legunt, Φοινίκων κώμη, Phoenicum oppidum, apud Ptolemaeum, tractus est terrae in Arabia Felice, quem vetustis temporibus Saraceni incolebant, φοινικὼν dictus Procopio,… … Hofmann J. Lexicon universale
Θαδμώρ — Αρχαία ονομασία της Παλμύρας στη Συρία, εβραϊκής ή αραβικής προέλευσης. Ο Σούλτενς στη Γεωγραφία του υποστηρίζει ότι η λέξη θ. σήμαινε τον φοινικώνα ή την πόλη των φοινίκων. Όμως, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι η ονομασία είναι ασσυριακής προέλευσης … Dictionary of Greek